- ωκύποινος
- -ον, Ααυτός που τιμωρείται γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ-ποινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκύποινον — ὠκύποινος quickly avenged masc/fem acc sg ὠκύποινος quickly avenged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)